- ότητα
- ότηςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβολιμ(ι)ότητα — η, Ν (ψυχιατρ. ψυχολ.) 1. η ιδιότητα εκείνου που υφίσταται εύκολα μια υποβολή 2. κατάσταση κατά την διάρκεια τής οποίας η υποβολή γίνεται εύκολα δεκτή ή εκτελείται. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. suggestibilite] … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
αιδεσιμολογιότητα — η ( ης, ητος) ως προσφώνηση έγγαμου ιερέα, πρωτοπρεσβύτερου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιδέσιμος + λόγιος + κατάλ. ότητα < ότης η λ. αποτελεί νεόπλασμα τού Διονυσίου Εφέσου] … Dictionary of Greek
μειονότητα — Οι ομάδες των πολιτών ενός κράτους που διαφέρουν ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία από τις πολυαριθμότερες και ομοιογενείς ομάδες των άλλων πολιτών. Συνήθως, θεωρούνται ελάχιστα επωφελείς για τα κοινά πολιτικά συμφέροντα και… … Dictionary of Greek
ξεθυμότητα — ξεθυμότητα, ἡ (Μ) βιασύνη, παραφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ξέθυμος < ἔκθυμος «εγκάρδιος, μανιώδης» + κατάλ. ότητα] … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
σοφολογιότητα — και λογ. τ. σοφολογιότης, η, Ν 1. τίτλος σοφού και λογίου συγχρόνως («η υμετέρα σοφολογιότης») 2. ειρων. σχολαστικότητα, σχολαστικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λόγιος + κατάλ. ότητα. Η λ., στον λόγιο τ. σοφολογιότης, μαρτυρείται από το 1744 στα… … Dictionary of Greek
πραότητ' — πρᾱότητα , πραότης mildness fem acc sg πρᾱότητι , πραότης mildness fem dat sg πρᾱότητε , πραότης mildness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραότητα — πρᾱότητα , πραότης mildness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)